Σ’ ένα αχανές σπιτάκι των απείρων εκεί γεννήθηκε η αγάπη των μαρτύρων
Κι αυτή η κολώνα η μοναχή στέριωνε μια ανάμνηση στερνή των αποκλήρων
Ένα σαλόνι σιωπηλό γεμάτο θλίψη και διχόνοια, λίγες στιγμές σου θύμιζε ζωντάνια
Πάνω σε ξύλινο δοκάρι τα όνειρά μας τα ποδοπάτησε η αδυσώπητη γενιά μας
Δεν έμεινε ούτε μια ψυχή να το βαστάει και έπεσε στο βούρκο να κυλάει
Ένα μπαλκόνι κτίρια και κουτσομπόλες, τις γειτονιάς οι φωνές όλες
Και η αυλή με τη γιαγιά μας και την γλυκιά τη λεμονιά μας
Τα αδύναμα τα στερημένα τα παιδιά μας που τα γεμίζει απελπισία και κατήφεια
Απ’ την ταράτσα ήτανε άσχημη η Σελήνη, σου θύμιζε την άδεια σου γαλήνη
Αυτό το βράδυ το στερνό που έσπασε μέσα σου κενό σα χαρακίρι
Οι πόνοι οι αβάσταχτοι να φεύγεις απ’ τους πόνους, τα δάκρυα τούβλα της ψυχής
Και η λύπη σαν τσιμέντο πριν έρθει το κρεσέντο με τις καρέκλες όρθιες
Να σπάνε σα γυαλιά και οι κραυγές να σου θυμίζουν οικογένεια γλυκιά
Σε τούτο το σπιτάκι το αχανές γεννήθηκε η αγάπη των μαρτύρων
Των λουλουδιών της βαρεμάρας, και των παιδιών των αποκλήρων
Κι αν αναμφίβολα πιστεύεις ένα βράδυ πως ο Βαρδάρης θα την πάρει
Να μην ξεχνάς ντουνιά αλλοπαρμένε, πως της απόκληρης γενιάς τα παλικάρια
Δεν τα ακουμπάει ο χρόνος και τα χνάρια, μήτε τα θλιβερά κορίτσια τα σπασμένα
Που σαν κατάρες δέρνουνε τους τοίχους μεσημέρια, γιατί ειν’ ο πόνος αντοχή
Και η γιαγιά μου είχε πει πως κλάμα και αγάπη, πάνε μαζί.