wiki

Αποτελέσματα αναζήτησης

21/12/08

Σενάριο για αύριο




Ούτε καν μπορούσα πια να υπολογίσω πόσες μέρες, πόσους μήνες, πόσα χρόνια, ίσως, βρισκόμουν σ΄ αυτό το μέρος. Για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος, ήταν πως ζούσα. Ζούσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε μια υπόγεια, μάλλον, στοά γεμάτη υγρασία και λογής λογής μικρά ζώα. Κυριαρχούσαν τα ποντίκια, οι κατσαρίδες και τα βατράχια. Στην αρχή είχα δυσκολευτεί πολύ να προσαρμοστώ. Βλέπετε δεν ήμουν καθόλου συνηθισμένος στο σκοτάδι και στην υγρασία. Και βέβαια στην προηγούμενη ζωή μου δεν μπορούσα να διανοηθώ, καν, ότι θα ζούσα με μοναδική συντροφιά αυτά τα σιχαμερά ζώα.

Η πρώτη μου μέρα σ΄ αυτήν την κόλαση ήταν και η τελευταία του κόσμου. Για λίγο καιρό προσπαθούσα να καταλάβω το πώς έγιναν όλα αυτά. Εκείνοι οι τρελοί τσακωθήκανε για λόγους συμφερόντων, όπως πάντα, κάψανε τον κόσμο και να το αποτέλεσμα. Θυμάμαι αμυδρά, πια, τον χαλασμό που γινόταν εκείνη την τελευταία μέρα. Και μετά; Μετά, το σκοτάδι, το ένα και μοναδικό πράγμα που μου απόμεινε. Ο καιρός κυλούσε άδειος, μονότονος και βασανιστικός. Αφού σκέφτηκα αναλυτικά όλους του λόγους που μπορεί να οδήγησαν σ΄ αυτόν τον ομαδικό αφανισμό, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μάταια κουράζω το μυαλό μου, δεν βγαίνει τίποτε έτσι. Ο Ιούλιος Βερν μου έκανε συχνά παρέα, αφού τις περισσότερες στιγμές η μόνη μου απασχόληση ήταν να σκέφτομαι ο,τιδήποτε είχα διαβάσει, κάποτε, σχετικό με πυρηνικές καταστροφές και επιστημονική φαντασία.

Μετά η μνήμη άρχισε να αδυνατίζει και σιγά σιγά το κυνήγι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει να κάνω. Αλήθεια πόσο νόστιμο μπορεί να είναι ένα ποντίκι ή ένα βατράχι όταν πεινάς! Τότε ήταν που παρακαλούσα να πεθάνω. Μα εκείνος ο Δαρβίνος, έτσι νομίζω τον έλεγαν, τα ΄χε σκεφτεί τελικά όλα πολύ σωστά. Δεν ήταν δυνατόν να πεθάνω αφού το μυαλό μου λειτουργούσε. Κι έτσι προσπαθούσα να επιβιώσω, να προσαρμοστώ να εξελιχθώ και τέλος να κυριαρχήσω πάνω σε τούτο το καταραμένο σκοτάδι.

Εκείνη λοιπόν τη στιγμή καθώς τα σκεφτόμουν όλα από την αρχή, μέσα στον λήθαργό μου άκουσα ένα θόρυβο τελείως διαφορετικό από ΄κείνον που έκαναν τα ζώα μου. Ήταν στ' αλήθεια ο θόρυβος που έκανε μια μηχανή. Ήταν καταπληκτικό! Ήταν τέλειο! Πέθαινα! Ναι πέθαινα! Επιτέλους ήρθε η ώρα! Ο θόρυβος αυτός ήταν τόσο ξεχασμένος, ήταν τόσο μακρινός που μόνο ένας μελλοθάνατος μπορεί να τον θυμηθεί. Ένα απόλυτο λευκό με τύφλωσε και ο θόρυβος πλησίαζε όλο και πιο κοντά μου. Επί τέλους πέθαινα! Το πρώτο χαμόγελο μετά την καταστροφή ζωγραφίστηκε στα χείλη μου.

Μετά ξύπνησα, ή μάλλον έτσι μου φάνηκε. Ήμουν πάλι στο σκοτάδι μου μόνο που, ναι...ναι ήμουν ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι! Τα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με γάζες και διάφοροι θόρυβοι ακούγονταν γύρω μου. Ένα πολύ παγωμένο χέρι μου έβγαλε προσεκτικά τις γάζες και τότε αντίκρισα ανθρώπους! Αληθινούς ανθρώπους! Με κοίταζαν μ' ενδιαφέρον και έκπληξη μαζί. Παρατηρώντας τους για μερικά δευτερόλεπτα διαπίστωσα ότι ήταν πολύ παράξενοι. Όσοι βρίσκονταν γύρω μου έμοιαζαν όλοι σαν αδέλφια μεταξύ τους και είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Και τα μάτια τους, ναι τα μάτια τους ήταν πολύ μαύρα και σκληρά σαν από πέτρα. Και η μύτη τους ήταν παράξενη. Γυάλιζε και φάνταζε σαν σιδερένια! Άλλοι ήταν κάτασπροι και άλλοι κατάμαυροι. "Πολύ περίεργα πλάσματα" σκέφτηκα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση βλέπετε η σκληρότητα των χαρακτηριστικών τους αλλά και η μονότονη ομοιομορφία του άσπρου-μαύρου.

Προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, κατάλαβα ότι βρισκόμουν σ' ένα νοσοκομείο, ένα νοσοκομείο που ανήκε σ' αυτόν το κόσμο που απόμεινε από την καταστροφή. Σίγουρα θάχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Όλοι ήταν νέοι και πολύ αλλαγμένοι. Κάτι μου θύμιζαν όμως αυτές οι μορφές. Ναι! Έμοιαζαν με ρομπότ! Αποκλείεται όμως να ήταν. Αυτοί είχαν μαλλιά και δέρμα. Μου φάνηκε ότι τα συμπεράσματά μου ήταν πολύ βιαστικά."Το αναπάντεχο αυτό καλό θα ΄χει σίγουρα ταράξει το νου μου", κατέληξα και αποφάσισα να τους ρωτήσω μερικά πράγματα για τον νέο αυτό κόσμο.

Την φωνή μου είτε την άκουσαν είτε όχι, το ίδιο τους έκανε. Όσο και να φώναζα κανείς δεν μου ΄δινε σημασία. Μόνο μερικοί έκαναν ένα φρικτό μορφασμό με τα χείλη τους, που ήθελαν, να το λένε χαμόγελο, απ' ό,τι κατάλαβα μετά από καιρό. Η ώρα περνούσε κι αυτοί εξακολουθούσαν να με περιεργάζονται οπότε συνειδητοποίησα κάτι τραγικό. Αυτοί μιλούσαν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και πάντα όλοι μαζί. Όταν επιτέλους έφυγαν από το δωμάτιο μου, σχεδόν απελπισμένος άνοιξα το παράθυρο να κοιτάζω έξω. Κυριολεκτικά κεραυνοβολήθηκα από το θέαμα μιας απέραντης ασπρόμαυρης πόλης. Ο ουρανός ήταν σκούρος μαύρος σαν από πίσσα και το φως προερχόταν από χιλιάδες τερατώδεις λάμπες που ήταν καρφωμένες συμμετρικά στο κέντρο του. Ακόμη και τα λουλούδια είχαν μαύρους και άσπρους κορμούς. Πολλά πολλά μαζί σχημάτιζαν παράξενα σχέδια που σαν τα καλοπρόσεξα, είδα ότι ήταν ψηφιακοί αριθμοί!

Τρομοκρατημένος ξανάπεσα στο κρεβάτι μου και περίμενα να δω τι άλλο θα μου συμβεί. Οι μέρες όμως περνούσαν και κάποτε, μετά από καιρό, με μετέφεραν στο καινούριο μου σπίτι. Ήταν κι αυτό ασπρόμαυρο μ' ένα ενοχλητικό ριγέ ταβάνι. Μου είπαν ακόμη ότι κάθε μέρα θα πηγαίνω σχολείο. Έτσι άρχισα να μπαίνω στον ρυθμό της δικής τους ζωής. Τα έκαναν όλα με μια σιγουριά και έναν προγραμματισμό που μου έσπαγε τα νεύρα. Το πιο άσχημο σ' αυτόν τον τόπο ήταν η παντελής έλλειψη γραμμάτων. Μόνο αριθμοί, όλο αριθμοί, ακόμη και τα τρόφιμα είχαν το σχήμα κάποιου αριθμού.

Στο σχολείο μού δόθηκε η ευκαιρία να μάθω την γλώσσα των αριθμών. Ήταν η μοναδική γλώσσα που γραφόταν σ' αυτόν τον τόπο που δεν άργησα να μάθω και το όνομά του. Τον έλεγαν Δεκατρία και γραφόταν 13. Φυσικά όλα τα γράφανε σε υπολογιστές, αφού τα χαρτιά και τα μολύβια φαίνεται δεν τα ΄χαν ανακαλύψει ακόμη. Το σίγουρο ήταν ότι τελικά ένιωθα το ίδιο μόνος όπως σ' εκείνο το υπόγειο, το ίδιο ξένος όπως σ' εκείνο το σκοτάδι. Μου λείπανε όσα πράγματα μου έλειπαν και τότε. Οι φίλοι μου, τα βιβλία, η κουβέντα, η μουσική, η αγάπη και τα χρώματα. Τα χρώματα που κάποτε ήταν όλη μου η ζωή.

Όταν έμαθα πια καλά την γλώσσα των αριθμών με ξαναπήγαν έτσι σιωπηλά όπως και στην αρχή, στο Νοσοκομείο για να μοιάζω απ΄ ότι κατάλαβα με τους άλλους. Έτσι τουλάχιστον μου είπαν "εν χορώ". Όταν επέστρεψα στο «σπίτι» μου είχα κι εγώ μάτια μαύρα και σκληρά και ψεύτικη μύτη. Μόνο που εγώ εξακολουθούσα να ΄χω ακόμη κάτι που οι άλλοι ούτε καν τον υποψιάζονταν. Εξακολουθούσα να ΄χω συνείδηση και να θυμάμαι πράγματα προφανώς άγνωστα σ' αυτούς. Εγώ μίλαγα όποτε ήθελα, έλεγα ό,τι ήθελα έστω και μόνος μου!

Αυτή όμως η συνείδηση που εγώ την καμάρωνα, μ' έκανε πολύ δυστυχισμένο. Μ' έκανε να καταλαβαίνω ότι ήμουνα υποχείριό τους και ταυτόχρονα υποχρεωμένος σ' αυτούς. Κι έτσι οι μέρες περνούσαν και γινόμουν όλο και πιο δυστυχισμένος. Η δουλειά που μου βρήκαν μόνο προβλήματα μού δημιουργούσε. Έγραφα σ' ένα τερματικό την εμπορική αλληλογραφία, για την Κρατική Βιομηχανία Λευκών Υφασμάτων. Είχα τον τομέα της πόλης Σαρανταέξη, που γραφότανε 46 και ήταν ίδια μ' αυτή που έμενα.

Κι έτσι περνούσαν οι μέρες. Ώσπου κάποτε έμαθα, πως όποιος υποστεί ατύχημα τέτοιο που να τον άφηνε ανάπηρο, θανατωνόταν. Μονάχα οι αρτιμελείς επιτρεπόταν να ζουν. "Οι Σπαρτιάτες ξαναζούν" σκέφτηκα. Από δω και πέρα εξελίχτηκαν όλα ραγδαία. Επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει έκοψα το χέρι μου και το πέταξα στα σκουπίδια. Περιφερόμουν έτσι μια ολόκληρη μέρα στην πόλη, ώσπου κάποιοι με κατέδωσαν "εν χορώ", πάντα. Επί τέλους θα πέθαινα. Το τέλος ήταν ήδη πολύ κοντά. Με μετέφεραν για τρίτη φορά στο Νοσοκομείο τους, όπου και θα γινόταν η ευθανασία. Τώρα θα γλύτωνα απ' αυτό το μαρτύριο που κινδύνευε να γίνει αιώνιο. Λίγο πριν κοιμηθώ τον αιώνιο της ευτυχίας ύπνο γέλασα για δεύτερη φορά μετά από τότε....

Ξύπνησα πονώντας σ' όλο το σώμα μου, σφιγμένος από ένα απελπιστικά στενό πανί. Μια απ' "αυτές" με κρατούσε στην αγκαλιά της και οι "άλλοι" έλεγαν, όπως πάντα όλοι μαζί: "Πολύ όμορφο το μωρό σου να σου ζήσει"._

Η ιστορία αυτή γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1986 και συνοδεύτηκε από το σκιτσάκι "της τρελής". Από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες παρόμοια σενάρια. Για τον απλό λόγο ότι όλοι έχουμε τους ίδιους φόβους για το αύριο. Το χαρίζω στο πρόσωπο που με έπεισε πως όλα αλλάζουν, κάποτε. Κώστα σου εύχομαι καλή χρονιά και σε ευχαριστώ για τις δημοσιεύσεις.

τ΄ β΄

4 σχόλια:

  1. Πολυ ωραιο κειμενο. Λιγο περιεργο αλλα τοσο μα τοσο εμπνευσμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. φιλε τ' Β'(περιεργο ονομα) με εντυπωσιασες.μολις το αποδιαβασα ανατριχιασα συγκορμος.αποπνηκτικη η ατμοσφαιρα που μας περιεγραψες αλλα ακρως γοητευτικη.αλλα και το σκιτσο δεν παει πισω.αν εχεις και αλλα τετοια θα ενοιωθα πολυ τυχερος να μας τα παρουσιασεις.
    μπραβο ρε μεγαλε,εισαι απαιχτος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χρήστο πράγματι είναι εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός της εποχής. Τότε που κινδύνευσε η Θεσσαλονίκη από την έκρηξη στο Καλοχώρι. Σ΄ ευχαριστώ πολύ.

    γιώργο κάππα, ευχαριστώ και σένα τόσο για το κείμενο όσο και το "εικαστικό". Όταν θα στέλνω του Κώστα κάτι θα φροντίζω να συνοδεύεται και από τις περίεργες γραμμές μου. Όσο για το όνομά μου είναι σύντμηση. Στην πραγματικότητα ονομάζομαι Ταυτόνος Βητατόνος (χαχα). Αλλά από όσο βλέπω εσύ δεν τα έχεις καλά με τους κυρίους αυτούς. Σε ευχαριστώ πολύ και πάλι.

    Εύχομαι και στους δυο μια ΚΑΛΗ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ, ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Συγγνώμη για το "φτωχό" σχόλιο, αλλά μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω μετά από αυτό:

    ουάου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δεν πήγε στράφι ούτε άσκοπα που η ισόβια λατρεία μου για τη λογοτεχνία μ΄ έκανε:
Πιο τσιγκούνη στους ήχους και τις συλλαβές
Απ΄ όσο έγινε ο Μίδας για το χρυσάφι του.


Όσκαρ Ουάιλντ, de profundis