Πριν δυο μέρες την είχα μπροστά μου Όμως εχθές έκοψε τα φτερά μου Μιλούσα μαζί της σε μι’ άδεια πλατεία Μετά από λίγο… αηδία
Έρωτας είναι να μισείς Χωρίς διακρίσεις Έρωτας είναι να φθονείς Θα υποκύψεις
Σε λίγα λεπτά Αλλάζουνε όλα Σε μια στιγμή Διαλύονται χρόνια
Έρωτας είναι να μισείς Αυτόν που αγαπάει Κάποιον που εσύ θα λησμονείς Όταν ο εκείνος τον φιλάει
Τι κάνω εγώ Σ’ αυτό το «ταξίδι»; Μάλλον δεν συμμετέχω. Μάλλον είμαι παιχνίδι.
Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2008. Είναι η περιγραφή της συνάντησης δυο προσώπων. Το ένα ίσως το γνωρίζετε. Ίσως και όχι. Πια... Έκτοτε πέρασαν τρεις μήνες, όμως αυτή η συνάντηση θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του προσώπου που ίσως γνωρίζετε. Ίσως και όχι. Πια... Τα υπόλοιπα... είναι ιστορία.
Ξύπνησα. Βρήκα μπροστά μου μια ζωή και άλλες έξι. Στην πρώτη ήμουν γάτος σκαρφάλωνα στα δέντρα μαύρος και σκάρτος.
Έπεσα, προσγειώθηκα. Τα δυο μου μπροστινά τα πόδια έγιναν χέρια και τρόμαξα. Είδα το σώμα μου ν’ αλλάζει έβγαλα μιλιά και έχασα μυαλό και ανατριχιάζω σαν ο ήλιος χαράζει.
Σηκώθηκα. Τα μάτια μου ανοίξαν και έβλεπα κανονικά. Άκουγα λέξεις δίχως νόημα έκανα εμετό με τις απόψεις τους κι όλα τα φρούτα τους ήταν πρώιμα.
Ανέπνευσα. Δεν είχα πια δέντρα να σκαρφαλώνω. Περπάτησα στα πεζοδρόμια και κοίταξα κάτω τους πρώην δικούς μου λησμόνησα σαν ήμουν γάτος στα υπόγεια.
Εξέπνευσα. Μια ζωή ακόμη χάθηκε και μείναν πέντε. Τι φυλάει άραγε για μένα η μοίρα που θα με στείλει πάλι σε ποια πλημμύρα.
Είμαι γάτος. Ένας γάτος με άπειρες ζωές που ψάχνει τη λύτρωση. Η αιώνια ζωή μου δώρο για πολλούς μα αυτοί δε ζήσαν ότι έζησα δε το χωράει ο δικός τους νους.
Ούτε καν μπορούσα πια να υπολογίσω πόσες μέρες, πόσους μήνες, πόσα χρόνια, ίσως, βρισκόμουν σ΄ αυτό το μέρος. Για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος, ήταν πως ζούσα. Ζούσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε μια υπόγεια, μάλλον, στοά γεμάτη υγρασία και λογής λογής μικρά ζώα. Κυριαρχούσαν τα ποντίκια, οι κατσαρίδες και τα βατράχια. Στην αρχή είχα δυσκολευτεί πολύ να προσαρμοστώ. Βλέπετε δεν ήμουν καθόλου συνηθισμένος στο σκοτάδι και στην υγρασία. Και βέβαια στην προηγούμενη ζωή μου δεν μπορούσα να διανοηθώ, καν, ότι θα ζούσα με μοναδική συντροφιά αυτά τα σιχαμερά ζώα.
Η πρώτη μου μέρα σ΄ αυτήν την κόλαση ήταν και η τελευταία του κόσμου. Για λίγο καιρό προσπαθούσα να καταλάβω το πώς έγιναν όλα αυτά. Εκείνοι οι τρελοί τσακωθήκανε για λόγους συμφερόντων, όπως πάντα, κάψανε τον κόσμο και να το αποτέλεσμα. Θυμάμαι αμυδρά, πια, τον χαλασμό που γινόταν εκείνη την τελευταία μέρα. Και μετά; Μετά, το σκοτάδι, το ένα και μοναδικό πράγμα που μου απόμεινε. Ο καιρός κυλούσε άδειος, μονότονος και βασανιστικός. Αφού σκέφτηκα αναλυτικά όλους του λόγους που μπορεί να οδήγησαν σ΄ αυτόν τον ομαδικό αφανισμό, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μάταια κουράζω το μυαλό μου, δεν βγαίνει τίποτε έτσι. Ο Ιούλιος Βερν μου έκανε συχνά παρέα, αφού τις περισσότερες στιγμές η μόνη μου απασχόληση ήταν να σκέφτομαι ο,τιδήποτε είχα διαβάσει, κάποτε, σχετικό με πυρηνικές καταστροφές και επιστημονική φαντασία.
Μετά η μνήμη άρχισε να αδυνατίζει και σιγά σιγά το κυνήγι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει να κάνω. Αλήθεια πόσο νόστιμο μπορεί να είναι ένα ποντίκι ή ένα βατράχι όταν πεινάς! Τότε ήταν που παρακαλούσα να πεθάνω. Μα εκείνος ο Δαρβίνος, έτσι νομίζω τον έλεγαν, τα ΄χε σκεφτεί τελικά όλα πολύ σωστά. Δεν ήταν δυνατόν να πεθάνω αφού το μυαλό μου λειτουργούσε. Κι έτσι προσπαθούσα να επιβιώσω, να προσαρμοστώ να εξελιχθώ και τέλος να κυριαρχήσω πάνω σε τούτο το καταραμένο σκοτάδι.
Εκείνη λοιπόν τη στιγμή καθώς τα σκεφτόμουν όλα από την αρχή, μέσα στον λήθαργό μου άκουσα ένα θόρυβο τελείως διαφορετικό από ΄κείνον που έκαναν τα ζώα μου. Ήταν στ' αλήθεια ο θόρυβος που έκανε μια μηχανή. Ήταν καταπληκτικό! Ήταν τέλειο! Πέθαινα! Ναι πέθαινα! Επιτέλους ήρθε η ώρα! Ο θόρυβος αυτός ήταν τόσο ξεχασμένος, ήταν τόσο μακρινός που μόνο ένας μελλοθάνατος μπορεί να τον θυμηθεί. Ένα απόλυτο λευκό με τύφλωσε και ο θόρυβος πλησίαζε όλο και πιο κοντά μου. Επί τέλους πέθαινα! Το πρώτο χαμόγελο μετά την καταστροφή ζωγραφίστηκε στα χείλη μου.
Μετά ξύπνησα, ή μάλλον έτσι μου φάνηκε. Ήμουν πάλι στο σκοτάδι μου μόνο που, ναι...ναι ήμουν ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι! Τα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με γάζες και διάφοροι θόρυβοι ακούγονταν γύρω μου. Ένα πολύ παγωμένο χέρι μου έβγαλε προσεκτικά τις γάζες και τότε αντίκρισα ανθρώπους! Αληθινούς ανθρώπους! Με κοίταζαν μ' ενδιαφέρον και έκπληξη μαζί. Παρατηρώντας τους για μερικά δευτερόλεπτα διαπίστωσα ότι ήταν πολύ παράξενοι. Όσοι βρίσκονταν γύρω μου έμοιαζαν όλοι σαν αδέλφια μεταξύ τους και είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Και τα μάτια τους, ναι τα μάτια τους ήταν πολύ μαύρα και σκληρά σαν από πέτρα. Και η μύτη τους ήταν παράξενη. Γυάλιζε και φάνταζε σαν σιδερένια! Άλλοι ήταν κάτασπροι και άλλοι κατάμαυροι. "Πολύ περίεργα πλάσματα" σκέφτηκα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση βλέπετε η σκληρότητα των χαρακτηριστικών τους αλλά και η μονότονη ομοιομορφία του άσπρου-μαύρου.
Προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, κατάλαβα ότι βρισκόμουν σ' ένα νοσοκομείο, ένα νοσοκομείο που ανήκε σ' αυτόν το κόσμο που απόμεινε από την καταστροφή. Σίγουρα θάχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Όλοι ήταν νέοι και πολύ αλλαγμένοι. Κάτι μου θύμιζαν όμως αυτές οι μορφές. Ναι! Έμοιαζαν με ρομπότ! Αποκλείεται όμως να ήταν. Αυτοί είχαν μαλλιά και δέρμα. Μου φάνηκε ότι τα συμπεράσματά μου ήταν πολύ βιαστικά."Το αναπάντεχο αυτό καλό θα ΄χει σίγουρα ταράξει το νου μου", κατέληξα και αποφάσισα να τους ρωτήσω μερικά πράγματα για τον νέο αυτό κόσμο.
Την φωνή μου είτε την άκουσαν είτε όχι, το ίδιο τους έκανε. Όσο και να φώναζα κανείς δεν μου ΄δινε σημασία. Μόνο μερικοί έκαναν ένα φρικτό μορφασμό με τα χείλη τους, που ήθελαν, να το λένε χαμόγελο, απ' ό,τι κατάλαβα μετά από καιρό. Η ώρα περνούσε κι αυτοί εξακολουθούσαν να με περιεργάζονται οπότε συνειδητοποίησα κάτι τραγικό. Αυτοί μιλούσαν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και πάντα όλοι μαζί. Όταν επιτέλους έφυγαν από το δωμάτιο μου, σχεδόν απελπισμένος άνοιξα το παράθυρο να κοιτάζω έξω. Κυριολεκτικά κεραυνοβολήθηκα από το θέαμα μιας απέραντης ασπρόμαυρης πόλης. Ο ουρανός ήταν σκούρος μαύρος σαν από πίσσα και το φως προερχόταν από χιλιάδες τερατώδεις λάμπες που ήταν καρφωμένες συμμετρικά στο κέντρο του. Ακόμη και τα λουλούδια είχαν μαύρους και άσπρους κορμούς. Πολλά πολλά μαζί σχημάτιζαν παράξενα σχέδια που σαν τα καλοπρόσεξα, είδα ότι ήταν ψηφιακοί αριθμοί!
Τρομοκρατημένος ξανάπεσα στο κρεβάτι μου και περίμενα να δω τι άλλο θα μου συμβεί. Οι μέρες όμως περνούσαν και κάποτε, μετά από καιρό, με μετέφεραν στο καινούριο μου σπίτι. Ήταν κι αυτό ασπρόμαυρο μ' ένα ενοχλητικό ριγέ ταβάνι. Μου είπαν ακόμη ότι κάθε μέρα θα πηγαίνω σχολείο. Έτσι άρχισα να μπαίνω στον ρυθμό της δικής τους ζωής. Τα έκαναν όλα με μια σιγουριά και έναν προγραμματισμό που μου έσπαγε τα νεύρα. Το πιο άσχημο σ' αυτόν τον τόπο ήταν η παντελής έλλειψη γραμμάτων. Μόνο αριθμοί, όλο αριθμοί, ακόμη και τα τρόφιμα είχαν το σχήμα κάποιου αριθμού.
Στο σχολείο μού δόθηκε η ευκαιρία να μάθω την γλώσσα των αριθμών. Ήταν η μοναδική γλώσσα που γραφόταν σ' αυτόν τον τόπο που δεν άργησα να μάθω και το όνομά του. Τον έλεγαν Δεκατρία και γραφόταν 13. Φυσικά όλα τα γράφανε σε υπολογιστές, αφού τα χαρτιά και τα μολύβια φαίνεται δεν τα ΄χαν ανακαλύψει ακόμη. Το σίγουρο ήταν ότι τελικά ένιωθα το ίδιο μόνος όπως σ' εκείνο το υπόγειο, το ίδιο ξένος όπως σ' εκείνο το σκοτάδι. Μου λείπανε όσα πράγματα μου έλειπαν και τότε. Οι φίλοι μου, τα βιβλία, η κουβέντα, η μουσική, η αγάπη και τα χρώματα. Τα χρώματα που κάποτε ήταν όλη μου η ζωή.
Όταν έμαθα πια καλά την γλώσσα των αριθμών με ξαναπήγαν έτσι σιωπηλά όπως και στην αρχή, στο Νοσοκομείο για να μοιάζω απ΄ ότι κατάλαβα με τους άλλους. Έτσι τουλάχιστον μου είπαν "εν χορώ". Όταν επέστρεψα στο «σπίτι» μου είχα κι εγώ μάτια μαύρα και σκληρά και ψεύτικη μύτη. Μόνο που εγώ εξακολουθούσα να ΄χω ακόμη κάτι που οι άλλοι ούτε καν τον υποψιάζονταν. Εξακολουθούσα να ΄χω συνείδηση και να θυμάμαι πράγματα προφανώς άγνωστα σ' αυτούς. Εγώ μίλαγα όποτε ήθελα, έλεγα ό,τι ήθελα έστω και μόνος μου!
Αυτή όμως η συνείδηση που εγώ την καμάρωνα, μ' έκανε πολύ δυστυχισμένο. Μ' έκανε να καταλαβαίνω ότι ήμουνα υποχείριό τους και ταυτόχρονα υποχρεωμένος σ' αυτούς. Κι έτσι οι μέρες περνούσαν και γινόμουν όλο και πιο δυστυχισμένος. Η δουλειά που μου βρήκαν μόνο προβλήματα μού δημιουργούσε. Έγραφα σ' ένα τερματικό την εμπορική αλληλογραφία, για την Κρατική Βιομηχανία Λευκών Υφασμάτων. Είχα τον τομέα της πόλης Σαρανταέξη, που γραφότανε 46 και ήταν ίδια μ' αυτή που έμενα.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες. Ώσπου κάποτε έμαθα, πως όποιος υποστεί ατύχημα τέτοιο που να τον άφηνε ανάπηρο, θανατωνόταν. Μονάχα οι αρτιμελείς επιτρεπόταν να ζουν. "Οι Σπαρτιάτες ξαναζούν" σκέφτηκα. Από δω και πέρα εξελίχτηκαν όλα ραγδαία. Επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει έκοψα το χέρι μου και το πέταξα στα σκουπίδια. Περιφερόμουν έτσι μια ολόκληρη μέρα στην πόλη, ώσπου κάποιοι με κατέδωσαν "εν χορώ", πάντα. Επί τέλους θα πέθαινα. Το τέλος ήταν ήδη πολύ κοντά. Με μετέφεραν για τρίτη φορά στο Νοσοκομείο τους, όπου και θα γινόταν η ευθανασία. Τώρα θα γλύτωνα απ' αυτό το μαρτύριο που κινδύνευε να γίνει αιώνιο. Λίγο πριν κοιμηθώ τον αιώνιο της ευτυχίας ύπνο γέλασα για δεύτερη φορά μετά από τότε....
Ξύπνησα πονώντας σ' όλο το σώμα μου, σφιγμένος από ένα απελπιστικά στενό πανί. Μια απ' "αυτές" με κρατούσε στην αγκαλιά της και οι "άλλοι" έλεγαν, όπως πάντα όλοι μαζί: "Πολύ όμορφο το μωρό σου να σου ζήσει"._
Η ιστορία αυτή γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1986 και συνοδεύτηκε από το σκιτσάκι "της τρελής". Από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες παρόμοια σενάρια. Για τον απλό λόγο ότι όλοι έχουμε τους ίδιους φόβους για το αύριο. Το χαρίζω στο πρόσωπο που με έπεισε πως όλα αλλάζουν, κάποτε. Κώστα σου εύχομαι καλή χρονιά και σε ευχαριστώ για τις δημοσιεύσεις.
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008 ώρα 16:35. Ο φίλος μου Δημήτρης μου στέλνει μήνυμα στο msn. "Πάμε στην πορεία;", μου λέει και συνεχίζει: "Δεν μπορώ να μένω αμέτοχος με όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας".
Σκέφτομαι και στα 21 μου χρόνια το μυαλό μου δεν μου επιτρέπει κάτι άλλο. Οι ορμόνες μου, έστω και αν δεν είμαι γεννημένος για διαδηλώσεις, με τραβούν προς την οδό Πανεπιστημίου. Δίπλα στον Δημήτρη. Την Εύα. Τον Γιάννη. Τον Μάριο. Τον Αντώνη. Την Μαρία. Την Ξένια. Τον Χ. Την Ψ. Όλους.
Βλέπω δίπλα μου έναν άνθρωπο περίπου 55 ετών. Δυο κυρίες γύρω στα 40. Παρέες νεαρών. Η Ελλάδα ζει επανάσταση. Η νεολαία είναι εξοργισμένη και παρασέρνει μαζί της τους πάντες. Δυστυχώς όμως, η βραδιά χαλάει. Και το χειρότερο δεν είναι ότι χαλάει, αλλά ότι μπορούσαμε να παρέμβουμε, να αποτρέψουμε τα γεγονότα όμως μείναμε αμέτοχοι.
Όπως αμέτοχη έμεινε και η αστυνομία. Στην γωνία της Ιπποκράτους με την Πανεπιστημίου περίπου 80 άτομα, φορούν κουκούλες, κασκόλ και μάσκες στις μύτες τους και γυαλιά στα μάτια τους. Φορούν γάντια νοσοκομείου, φτιάχνουν μολότοφ και σπάνε πλακάκια, δημιουργώντας πέτρες.
Οι "γνωστοί-άγνωστοι" είναι μπροστά μου. Τους βλέπω καθώς ετοιμάζονται να σπείρουν ξανά την καταστροφή και δίπλα τους χιλιάδες ανθρώπων, απλώς τους κοιτάζει. Μαύροι βοσκοί που πάνε τα πρόβατα στην σφαγή.
Η πορεία αρχίζει, η δεξιά πλευρά της Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια διαλύεται ολόκληρη. Σπασμένα τζάμια, φλεγόμενα κτίρια. Ο 55χρονος κύριος που είχα δει πριν είναι πλέον δίπλα μου. Μου μιλάει, μου λέει πως είναι θλιβερό να σπάνε περιουσίες. "Ας σπάσουν τράπεζες, αλλά όχι τα μαγαζιά του κοσμάκη", μου λέει.
Τον καταλαβαίνω. Τον κατανοώ. Τον σέβομαι. Σιγά-σιγά οι "γνωστοί-άγνωστοι" αποποιούνται τις ευθύνες τους, βγάζουν τα κράνη τους και μπλέκονται στον κόσμο για να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς. Εκείνοι απαντούν με δακρυγόνα πάνω στην πορεία. Δάκρια, σκοτάδι, τρομαγμένες κοπέλες. Ο Δημήτρης είναι δίπλα μου. Η Εύα είναι δίπλα μου. Ο 55χρονος κύριος είναι δίπλα μου.
Είμαστε όλοι μαζί, ενάντια στην καταπίεση. Λυγίζω από το δακρυγόνο και αποχωρώ. Γυρνάω σπίτι μου. Έχω ζήσει την πρώτη μου διαδήλωση και συμπεραίνω πως αυτά τα πράγματα που λέγονται "αναρχικοί", είναι άνθρωποι του περιθωρίου. Και όχι Αναρχικοί...
Απομακρυσμένοι από την κοινωνία, άνεργοι, χωρίς φως. Απελπισμένοι, έτοιμοι να βγάλον την οργή τους με τον μοναδικό τρόπο που μπορούν. Τον τρόπο της ζούγκλας. Δεν είναι προβοκάτορες. Φαίνεται στα μάτια τους ότι είναι αποφασισμένοι να το κάνουν για αυτοεπιβεβαίωση, όχι για σκοπιμότητες βαθύτερες.
Η Αθήνα παραδίνεται στις φλόγες. Η Ελλάδα παραδίνεται στο χάος. Ο Έλληνας αγανακτά, αλλά το κάνει όπως το κάνει πάντα. Σπίτι του. Μπροστά στο χαζοκούτι της τηλεόρασης. Δυστυχώς για αυτόν, η επανάσταση δεν είναι πλέον στα παλιά της λημέρια.
Η Επανάσταση άλλαξε τόπο, τρόπο και συνήθειες. Δεν είναι πλέον ξύλο, κλεφτοπόλεμος, κρύψιμο στα βουνά. Είναι συνειδητή επανάσταση. Κλείσιμο των δρόμων καθιστικό. Κατάληψη της Βουλής ειρηνικά και λαϊκή απαίτηση για αλλαγή.
Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες. Οι Έλληνες όμως δεν ανήκουν στην Ελλάδα. Δεν τους έχει κερδίσει. Είναι μια χώρα που ζει με τις αναμνήσεις της, για αυτό είναι νεκρή χώρα. Ζει με την Μεταπολίτευση. Το '73. Το '21. Το '45.
Η Ελλάδα οφείλει να βρίσκεται στο 2008. Εκεί ανήκει. Εκεί πρέπει να ανήκει. Και στο μέλλον της. Όχι στο παρελθόν της. Γιατί είναι πολύ μαύρο, μίζερο και ταλαιπωρημένο παρελθόν, ώστε να χτιστεί πάνω του ένα άσπρο, ελπιδοφόρο και γεμάτο κουράγιο μέλλον.
Με αφορμή το χάος που επικράτησε κατά τη διάρκεια του θλιβερού και αιματηρού βραδιού του Σαββάτου στην Αθήνα, οι "Ποιητές της Σκιάς" επιχειρούν μια απευθείας μετάφραση ενός τραγουδιού που άφησε ιστορία. Το "θρυλικό" single των Rolling Stones "Sympathy for the Devil", έχει εμπνευστεί από το βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα". Οι "Ποιητές" επιχειρούν την μετάφρασή του στα ελληνικά και την αφιερώνουν στην ελληνική κοινωνία, που ταλαιπωρείται από τον δικό της Διάβολο. Τον εαυτό της.
Στα 44 χρόνια του, το 1978, ο Ρομάν Πολάνσκι είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό μιας 13χρονης στο Λος Άντζελες. Αποδεχόμενος την πράξη, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι προκειμένου να αποφύγει κάθε κίνδυνο φυλάκισης. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε θα μπορούσαν να τον αφήσουν για πάντα στη φυλακή.
Οι "Ποιητές της Σκίας" θεωρούν πως το κομμάτι που αφορά περισσότερα από όλα, τόσο τον ίδιο τον Πολάνσκι, αλλά πολύ περισσότερο όλους όσους έσπευσαν να ζητήσουν τον... αφορισμό του, είναι το παρακάτω:
"Πάντως, η γυναίκα με την οποία ο Πολάνσκι παραδέχτηκε ότι έκανε σεξ έχει δηλώσει πως θέλει να αποσυρθούν οι κατηγορίες και να επιστρέψει ο σκηνοθέτης στις ΗΠΑ." πηγή: www.in.gr