Πριν δυο μέρες την είχα μπροστά μου Όμως εχθές έκοψε τα φτερά μου Μιλούσα μαζί της σε μι’ άδεια πλατεία Μετά από λίγο… αηδία
Έρωτας είναι να μισείς Χωρίς διακρίσεις Έρωτας είναι να φθονείς Θα υποκύψεις
Σε λίγα λεπτά Αλλάζουνε όλα Σε μια στιγμή Διαλύονται χρόνια
Έρωτας είναι να μισείς Αυτόν που αγαπάει Κάποιον που εσύ θα λησμονείς Όταν ο εκείνος τον φιλάει
Τι κάνω εγώ Σ’ αυτό το «ταξίδι»; Μάλλον δεν συμμετέχω. Μάλλον είμαι παιχνίδι.
Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2008. Είναι η περιγραφή της συνάντησης δυο προσώπων. Το ένα ίσως το γνωρίζετε. Ίσως και όχι. Πια... Έκτοτε πέρασαν τρεις μήνες, όμως αυτή η συνάντηση θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του προσώπου που ίσως γνωρίζετε. Ίσως και όχι. Πια... Τα υπόλοιπα... είναι ιστορία.
Ξύπνησα. Βρήκα μπροστά μου μια ζωή και άλλες έξι. Στην πρώτη ήμουν γάτος σκαρφάλωνα στα δέντρα μαύρος και σκάρτος.
Έπεσα, προσγειώθηκα. Τα δυο μου μπροστινά τα πόδια έγιναν χέρια και τρόμαξα. Είδα το σώμα μου ν’ αλλάζει έβγαλα μιλιά και έχασα μυαλό και ανατριχιάζω σαν ο ήλιος χαράζει.
Σηκώθηκα. Τα μάτια μου ανοίξαν και έβλεπα κανονικά. Άκουγα λέξεις δίχως νόημα έκανα εμετό με τις απόψεις τους κι όλα τα φρούτα τους ήταν πρώιμα.
Ανέπνευσα. Δεν είχα πια δέντρα να σκαρφαλώνω. Περπάτησα στα πεζοδρόμια και κοίταξα κάτω τους πρώην δικούς μου λησμόνησα σαν ήμουν γάτος στα υπόγεια.
Εξέπνευσα. Μια ζωή ακόμη χάθηκε και μείναν πέντε. Τι φυλάει άραγε για μένα η μοίρα που θα με στείλει πάλι σε ποια πλημμύρα.
Είμαι γάτος. Ένας γάτος με άπειρες ζωές που ψάχνει τη λύτρωση. Η αιώνια ζωή μου δώρο για πολλούς μα αυτοί δε ζήσαν ότι έζησα δε το χωράει ο δικός τους νους.
Ούτε καν μπορούσα πια να υπολογίσω πόσες μέρες, πόσους μήνες, πόσα χρόνια, ίσως, βρισκόμουν σ΄ αυτό το μέρος. Για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος, ήταν πως ζούσα. Ζούσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε μια υπόγεια, μάλλον, στοά γεμάτη υγρασία και λογής λογής μικρά ζώα. Κυριαρχούσαν τα ποντίκια, οι κατσαρίδες και τα βατράχια. Στην αρχή είχα δυσκολευτεί πολύ να προσαρμοστώ. Βλέπετε δεν ήμουν καθόλου συνηθισμένος στο σκοτάδι και στην υγρασία. Και βέβαια στην προηγούμενη ζωή μου δεν μπορούσα να διανοηθώ, καν, ότι θα ζούσα με μοναδική συντροφιά αυτά τα σιχαμερά ζώα.
Η πρώτη μου μέρα σ΄ αυτήν την κόλαση ήταν και η τελευταία του κόσμου. Για λίγο καιρό προσπαθούσα να καταλάβω το πώς έγιναν όλα αυτά. Εκείνοι οι τρελοί τσακωθήκανε για λόγους συμφερόντων, όπως πάντα, κάψανε τον κόσμο και να το αποτέλεσμα. Θυμάμαι αμυδρά, πια, τον χαλασμό που γινόταν εκείνη την τελευταία μέρα. Και μετά; Μετά, το σκοτάδι, το ένα και μοναδικό πράγμα που μου απόμεινε. Ο καιρός κυλούσε άδειος, μονότονος και βασανιστικός. Αφού σκέφτηκα αναλυτικά όλους του λόγους που μπορεί να οδήγησαν σ΄ αυτόν τον ομαδικό αφανισμό, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μάταια κουράζω το μυαλό μου, δεν βγαίνει τίποτε έτσι. Ο Ιούλιος Βερν μου έκανε συχνά παρέα, αφού τις περισσότερες στιγμές η μόνη μου απασχόληση ήταν να σκέφτομαι ο,τιδήποτε είχα διαβάσει, κάποτε, σχετικό με πυρηνικές καταστροφές και επιστημονική φαντασία.
Μετά η μνήμη άρχισε να αδυνατίζει και σιγά σιγά το κυνήγι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει να κάνω. Αλήθεια πόσο νόστιμο μπορεί να είναι ένα ποντίκι ή ένα βατράχι όταν πεινάς! Τότε ήταν που παρακαλούσα να πεθάνω. Μα εκείνος ο Δαρβίνος, έτσι νομίζω τον έλεγαν, τα ΄χε σκεφτεί τελικά όλα πολύ σωστά. Δεν ήταν δυνατόν να πεθάνω αφού το μυαλό μου λειτουργούσε. Κι έτσι προσπαθούσα να επιβιώσω, να προσαρμοστώ να εξελιχθώ και τέλος να κυριαρχήσω πάνω σε τούτο το καταραμένο σκοτάδι.
Εκείνη λοιπόν τη στιγμή καθώς τα σκεφτόμουν όλα από την αρχή, μέσα στον λήθαργό μου άκουσα ένα θόρυβο τελείως διαφορετικό από ΄κείνον που έκαναν τα ζώα μου. Ήταν στ' αλήθεια ο θόρυβος που έκανε μια μηχανή. Ήταν καταπληκτικό! Ήταν τέλειο! Πέθαινα! Ναι πέθαινα! Επιτέλους ήρθε η ώρα! Ο θόρυβος αυτός ήταν τόσο ξεχασμένος, ήταν τόσο μακρινός που μόνο ένας μελλοθάνατος μπορεί να τον θυμηθεί. Ένα απόλυτο λευκό με τύφλωσε και ο θόρυβος πλησίαζε όλο και πιο κοντά μου. Επί τέλους πέθαινα! Το πρώτο χαμόγελο μετά την καταστροφή ζωγραφίστηκε στα χείλη μου.
Μετά ξύπνησα, ή μάλλον έτσι μου φάνηκε. Ήμουν πάλι στο σκοτάδι μου μόνο που, ναι...ναι ήμουν ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι! Τα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με γάζες και διάφοροι θόρυβοι ακούγονταν γύρω μου. Ένα πολύ παγωμένο χέρι μου έβγαλε προσεκτικά τις γάζες και τότε αντίκρισα ανθρώπους! Αληθινούς ανθρώπους! Με κοίταζαν μ' ενδιαφέρον και έκπληξη μαζί. Παρατηρώντας τους για μερικά δευτερόλεπτα διαπίστωσα ότι ήταν πολύ παράξενοι. Όσοι βρίσκονταν γύρω μου έμοιαζαν όλοι σαν αδέλφια μεταξύ τους και είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Και τα μάτια τους, ναι τα μάτια τους ήταν πολύ μαύρα και σκληρά σαν από πέτρα. Και η μύτη τους ήταν παράξενη. Γυάλιζε και φάνταζε σαν σιδερένια! Άλλοι ήταν κάτασπροι και άλλοι κατάμαυροι. "Πολύ περίεργα πλάσματα" σκέφτηκα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση βλέπετε η σκληρότητα των χαρακτηριστικών τους αλλά και η μονότονη ομοιομορφία του άσπρου-μαύρου.
Προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, κατάλαβα ότι βρισκόμουν σ' ένα νοσοκομείο, ένα νοσοκομείο που ανήκε σ' αυτόν το κόσμο που απόμεινε από την καταστροφή. Σίγουρα θάχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Όλοι ήταν νέοι και πολύ αλλαγμένοι. Κάτι μου θύμιζαν όμως αυτές οι μορφές. Ναι! Έμοιαζαν με ρομπότ! Αποκλείεται όμως να ήταν. Αυτοί είχαν μαλλιά και δέρμα. Μου φάνηκε ότι τα συμπεράσματά μου ήταν πολύ βιαστικά."Το αναπάντεχο αυτό καλό θα ΄χει σίγουρα ταράξει το νου μου", κατέληξα και αποφάσισα να τους ρωτήσω μερικά πράγματα για τον νέο αυτό κόσμο.
Την φωνή μου είτε την άκουσαν είτε όχι, το ίδιο τους έκανε. Όσο και να φώναζα κανείς δεν μου ΄δινε σημασία. Μόνο μερικοί έκαναν ένα φρικτό μορφασμό με τα χείλη τους, που ήθελαν, να το λένε χαμόγελο, απ' ό,τι κατάλαβα μετά από καιρό. Η ώρα περνούσε κι αυτοί εξακολουθούσαν να με περιεργάζονται οπότε συνειδητοποίησα κάτι τραγικό. Αυτοί μιλούσαν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και πάντα όλοι μαζί. Όταν επιτέλους έφυγαν από το δωμάτιο μου, σχεδόν απελπισμένος άνοιξα το παράθυρο να κοιτάζω έξω. Κυριολεκτικά κεραυνοβολήθηκα από το θέαμα μιας απέραντης ασπρόμαυρης πόλης. Ο ουρανός ήταν σκούρος μαύρος σαν από πίσσα και το φως προερχόταν από χιλιάδες τερατώδεις λάμπες που ήταν καρφωμένες συμμετρικά στο κέντρο του. Ακόμη και τα λουλούδια είχαν μαύρους και άσπρους κορμούς. Πολλά πολλά μαζί σχημάτιζαν παράξενα σχέδια που σαν τα καλοπρόσεξα, είδα ότι ήταν ψηφιακοί αριθμοί!
Τρομοκρατημένος ξανάπεσα στο κρεβάτι μου και περίμενα να δω τι άλλο θα μου συμβεί. Οι μέρες όμως περνούσαν και κάποτε, μετά από καιρό, με μετέφεραν στο καινούριο μου σπίτι. Ήταν κι αυτό ασπρόμαυρο μ' ένα ενοχλητικό ριγέ ταβάνι. Μου είπαν ακόμη ότι κάθε μέρα θα πηγαίνω σχολείο. Έτσι άρχισα να μπαίνω στον ρυθμό της δικής τους ζωής. Τα έκαναν όλα με μια σιγουριά και έναν προγραμματισμό που μου έσπαγε τα νεύρα. Το πιο άσχημο σ' αυτόν τον τόπο ήταν η παντελής έλλειψη γραμμάτων. Μόνο αριθμοί, όλο αριθμοί, ακόμη και τα τρόφιμα είχαν το σχήμα κάποιου αριθμού.
Στο σχολείο μού δόθηκε η ευκαιρία να μάθω την γλώσσα των αριθμών. Ήταν η μοναδική γλώσσα που γραφόταν σ' αυτόν τον τόπο που δεν άργησα να μάθω και το όνομά του. Τον έλεγαν Δεκατρία και γραφόταν 13. Φυσικά όλα τα γράφανε σε υπολογιστές, αφού τα χαρτιά και τα μολύβια φαίνεται δεν τα ΄χαν ανακαλύψει ακόμη. Το σίγουρο ήταν ότι τελικά ένιωθα το ίδιο μόνος όπως σ' εκείνο το υπόγειο, το ίδιο ξένος όπως σ' εκείνο το σκοτάδι. Μου λείπανε όσα πράγματα μου έλειπαν και τότε. Οι φίλοι μου, τα βιβλία, η κουβέντα, η μουσική, η αγάπη και τα χρώματα. Τα χρώματα που κάποτε ήταν όλη μου η ζωή.
Όταν έμαθα πια καλά την γλώσσα των αριθμών με ξαναπήγαν έτσι σιωπηλά όπως και στην αρχή, στο Νοσοκομείο για να μοιάζω απ΄ ότι κατάλαβα με τους άλλους. Έτσι τουλάχιστον μου είπαν "εν χορώ". Όταν επέστρεψα στο «σπίτι» μου είχα κι εγώ μάτια μαύρα και σκληρά και ψεύτικη μύτη. Μόνο που εγώ εξακολουθούσα να ΄χω ακόμη κάτι που οι άλλοι ούτε καν τον υποψιάζονταν. Εξακολουθούσα να ΄χω συνείδηση και να θυμάμαι πράγματα προφανώς άγνωστα σ' αυτούς. Εγώ μίλαγα όποτε ήθελα, έλεγα ό,τι ήθελα έστω και μόνος μου!
Αυτή όμως η συνείδηση που εγώ την καμάρωνα, μ' έκανε πολύ δυστυχισμένο. Μ' έκανε να καταλαβαίνω ότι ήμουνα υποχείριό τους και ταυτόχρονα υποχρεωμένος σ' αυτούς. Κι έτσι οι μέρες περνούσαν και γινόμουν όλο και πιο δυστυχισμένος. Η δουλειά που μου βρήκαν μόνο προβλήματα μού δημιουργούσε. Έγραφα σ' ένα τερματικό την εμπορική αλληλογραφία, για την Κρατική Βιομηχανία Λευκών Υφασμάτων. Είχα τον τομέα της πόλης Σαρανταέξη, που γραφότανε 46 και ήταν ίδια μ' αυτή που έμενα.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες. Ώσπου κάποτε έμαθα, πως όποιος υποστεί ατύχημα τέτοιο που να τον άφηνε ανάπηρο, θανατωνόταν. Μονάχα οι αρτιμελείς επιτρεπόταν να ζουν. "Οι Σπαρτιάτες ξαναζούν" σκέφτηκα. Από δω και πέρα εξελίχτηκαν όλα ραγδαία. Επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει έκοψα το χέρι μου και το πέταξα στα σκουπίδια. Περιφερόμουν έτσι μια ολόκληρη μέρα στην πόλη, ώσπου κάποιοι με κατέδωσαν "εν χορώ", πάντα. Επί τέλους θα πέθαινα. Το τέλος ήταν ήδη πολύ κοντά. Με μετέφεραν για τρίτη φορά στο Νοσοκομείο τους, όπου και θα γινόταν η ευθανασία. Τώρα θα γλύτωνα απ' αυτό το μαρτύριο που κινδύνευε να γίνει αιώνιο. Λίγο πριν κοιμηθώ τον αιώνιο της ευτυχίας ύπνο γέλασα για δεύτερη φορά μετά από τότε....
Ξύπνησα πονώντας σ' όλο το σώμα μου, σφιγμένος από ένα απελπιστικά στενό πανί. Μια απ' "αυτές" με κρατούσε στην αγκαλιά της και οι "άλλοι" έλεγαν, όπως πάντα όλοι μαζί: "Πολύ όμορφο το μωρό σου να σου ζήσει"._
Η ιστορία αυτή γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1986 και συνοδεύτηκε από το σκιτσάκι "της τρελής". Από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες παρόμοια σενάρια. Για τον απλό λόγο ότι όλοι έχουμε τους ίδιους φόβους για το αύριο. Το χαρίζω στο πρόσωπο που με έπεισε πως όλα αλλάζουν, κάποτε. Κώστα σου εύχομαι καλή χρονιά και σε ευχαριστώ για τις δημοσιεύσεις.
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008 ώρα 16:35. Ο φίλος μου Δημήτρης μου στέλνει μήνυμα στο msn. "Πάμε στην πορεία;", μου λέει και συνεχίζει: "Δεν μπορώ να μένω αμέτοχος με όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας".
Σκέφτομαι και στα 21 μου χρόνια το μυαλό μου δεν μου επιτρέπει κάτι άλλο. Οι ορμόνες μου, έστω και αν δεν είμαι γεννημένος για διαδηλώσεις, με τραβούν προς την οδό Πανεπιστημίου. Δίπλα στον Δημήτρη. Την Εύα. Τον Γιάννη. Τον Μάριο. Τον Αντώνη. Την Μαρία. Την Ξένια. Τον Χ. Την Ψ. Όλους.
Βλέπω δίπλα μου έναν άνθρωπο περίπου 55 ετών. Δυο κυρίες γύρω στα 40. Παρέες νεαρών. Η Ελλάδα ζει επανάσταση. Η νεολαία είναι εξοργισμένη και παρασέρνει μαζί της τους πάντες. Δυστυχώς όμως, η βραδιά χαλάει. Και το χειρότερο δεν είναι ότι χαλάει, αλλά ότι μπορούσαμε να παρέμβουμε, να αποτρέψουμε τα γεγονότα όμως μείναμε αμέτοχοι.
Όπως αμέτοχη έμεινε και η αστυνομία. Στην γωνία της Ιπποκράτους με την Πανεπιστημίου περίπου 80 άτομα, φορούν κουκούλες, κασκόλ και μάσκες στις μύτες τους και γυαλιά στα μάτια τους. Φορούν γάντια νοσοκομείου, φτιάχνουν μολότοφ και σπάνε πλακάκια, δημιουργώντας πέτρες.
Οι "γνωστοί-άγνωστοι" είναι μπροστά μου. Τους βλέπω καθώς ετοιμάζονται να σπείρουν ξανά την καταστροφή και δίπλα τους χιλιάδες ανθρώπων, απλώς τους κοιτάζει. Μαύροι βοσκοί που πάνε τα πρόβατα στην σφαγή.
Η πορεία αρχίζει, η δεξιά πλευρά της Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια διαλύεται ολόκληρη. Σπασμένα τζάμια, φλεγόμενα κτίρια. Ο 55χρονος κύριος που είχα δει πριν είναι πλέον δίπλα μου. Μου μιλάει, μου λέει πως είναι θλιβερό να σπάνε περιουσίες. "Ας σπάσουν τράπεζες, αλλά όχι τα μαγαζιά του κοσμάκη", μου λέει.
Τον καταλαβαίνω. Τον κατανοώ. Τον σέβομαι. Σιγά-σιγά οι "γνωστοί-άγνωστοι" αποποιούνται τις ευθύνες τους, βγάζουν τα κράνη τους και μπλέκονται στον κόσμο για να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς. Εκείνοι απαντούν με δακρυγόνα πάνω στην πορεία. Δάκρια, σκοτάδι, τρομαγμένες κοπέλες. Ο Δημήτρης είναι δίπλα μου. Η Εύα είναι δίπλα μου. Ο 55χρονος κύριος είναι δίπλα μου.
Είμαστε όλοι μαζί, ενάντια στην καταπίεση. Λυγίζω από το δακρυγόνο και αποχωρώ. Γυρνάω σπίτι μου. Έχω ζήσει την πρώτη μου διαδήλωση και συμπεραίνω πως αυτά τα πράγματα που λέγονται "αναρχικοί", είναι άνθρωποι του περιθωρίου. Και όχι Αναρχικοί...
Απομακρυσμένοι από την κοινωνία, άνεργοι, χωρίς φως. Απελπισμένοι, έτοιμοι να βγάλον την οργή τους με τον μοναδικό τρόπο που μπορούν. Τον τρόπο της ζούγκλας. Δεν είναι προβοκάτορες. Φαίνεται στα μάτια τους ότι είναι αποφασισμένοι να το κάνουν για αυτοεπιβεβαίωση, όχι για σκοπιμότητες βαθύτερες.
Η Αθήνα παραδίνεται στις φλόγες. Η Ελλάδα παραδίνεται στο χάος. Ο Έλληνας αγανακτά, αλλά το κάνει όπως το κάνει πάντα. Σπίτι του. Μπροστά στο χαζοκούτι της τηλεόρασης. Δυστυχώς για αυτόν, η επανάσταση δεν είναι πλέον στα παλιά της λημέρια.
Η Επανάσταση άλλαξε τόπο, τρόπο και συνήθειες. Δεν είναι πλέον ξύλο, κλεφτοπόλεμος, κρύψιμο στα βουνά. Είναι συνειδητή επανάσταση. Κλείσιμο των δρόμων καθιστικό. Κατάληψη της Βουλής ειρηνικά και λαϊκή απαίτηση για αλλαγή.
Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες. Οι Έλληνες όμως δεν ανήκουν στην Ελλάδα. Δεν τους έχει κερδίσει. Είναι μια χώρα που ζει με τις αναμνήσεις της, για αυτό είναι νεκρή χώρα. Ζει με την Μεταπολίτευση. Το '73. Το '21. Το '45.
Η Ελλάδα οφείλει να βρίσκεται στο 2008. Εκεί ανήκει. Εκεί πρέπει να ανήκει. Και στο μέλλον της. Όχι στο παρελθόν της. Γιατί είναι πολύ μαύρο, μίζερο και ταλαιπωρημένο παρελθόν, ώστε να χτιστεί πάνω του ένα άσπρο, ελπιδοφόρο και γεμάτο κουράγιο μέλλον.
Με αφορμή το χάος που επικράτησε κατά τη διάρκεια του θλιβερού και αιματηρού βραδιού του Σαββάτου στην Αθήνα, οι "Ποιητές της Σκιάς" επιχειρούν μια απευθείας μετάφραση ενός τραγουδιού που άφησε ιστορία. Το "θρυλικό" single των Rolling Stones "Sympathy for the Devil", έχει εμπνευστεί από το βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα". Οι "Ποιητές" επιχειρούν την μετάφρασή του στα ελληνικά και την αφιερώνουν στην ελληνική κοινωνία, που ταλαιπωρείται από τον δικό της Διάβολο. Τον εαυτό της.
Στα 44 χρόνια του, το 1978, ο Ρομάν Πολάνσκι είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό μιας 13χρονης στο Λος Άντζελες. Αποδεχόμενος την πράξη, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι προκειμένου να αποφύγει κάθε κίνδυνο φυλάκισης. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε θα μπορούσαν να τον αφήσουν για πάντα στη φυλακή.
Οι "Ποιητές της Σκίας" θεωρούν πως το κομμάτι που αφορά περισσότερα από όλα, τόσο τον ίδιο τον Πολάνσκι, αλλά πολύ περισσότερο όλους όσους έσπευσαν να ζητήσουν τον... αφορισμό του, είναι το παρακάτω:
"Πάντως, η γυναίκα με την οποία ο Πολάνσκι παραδέχτηκε ότι έκανε σεξ έχει δηλώσει πως θέλει να αποσυρθούν οι κατηγορίες και να επιστρέψει ο σκηνοθέτης στις ΗΠΑ." πηγή: www.in.gr
Το πρωτοσέλιδο της "Sportime" μια ημέρα μετά την κατάκτηση του EURO 2004 από την Ελλάδα.
Οι "Ποιητές της Σκιάς" επιλέγουν σήμερα να... αποβάλουν από πάνω τους την ιδιότητα του ποιητικού/καλλιτεχνικού ιστολογίου. Θέλουμε να σας ενημερώσουμε, για όσους δεν το γνωρίζατε, πως η ιστοσελίδα http://sportime.gr/ λειτουργεί και πάλι.
Η ιστοσελίδα είναι η ότι έχει απομείνει από την ιστορική εφημερίδα "Sportime", που έκλεισε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Τόσο η έντυπη όσο και η ηλεκτρονική εφημερίδα, αποτελούσαν ανέκαθεν αγαπημένες επιλογές του δημιουργού των "Ποιητών της Σκιάς" και γιαυτο σας ενημερώνουμε πως το site έχει επανέλθει σε λειτουργία.
Υπήρξαν λέξεις
που χρησιμοποίησα πολλές φορές
και οριοθέτησαν τα γραπτά μου.
Όμως εγώ πάλευα πάντα για τις άλλες
αυτές που ποτέ δε βρήκα
αυτές που εξηγούσαν ασύλληπτα μεγέθη
αυτές που χρωμάτιζαν τις ανησυχίες μου
αυτές που ποτέ δε λέγονται
διότι είναι τόσο ακριβές
που κανείς δεν είχε τη ψυχή
να τις φυλακίσει στο στόμα του
ή να τις πληγώσει στο χαρτί του.
Με καταδίκασαν για ανεπάρκεια γνώσεων,
για έλλειψη γλωσσικού πλούτου.
Μα τι να 'κανα;
που πάντα περπατούσα
σε θάλασσες πιο βαθιές
και που ποτέ δεν έδωσα κάτι
που να μην έχει λίγο από τη ψυχή μου;
Άδειασα,
περιμένοντας αυτά
που ήξερα από πριν πως δε θα έρθουν...
Το δυνατό και εκτυφλωτικό φως της λάμπας της γειτονίας έμπαινε από το παράθυρο, σχηματίζοντας στον καναπέ «σκιές» και φιγούρες απροσδιόριστες. Το ταλαιπωρημένο του μυαλό προσπαθούσε να ξεχαστεί, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα κακοστριμένο αλλά απολαυστικό τσιγάρα.
Μόνο ο ήχος των Scorpionsείχε ανταπόκριση από τα αυτιά του, καθώς η ζωή του έμοιαζε να περνάει μπροστά από τα μάτια του με τη μορφή του καπνού του τσιγάρου. Προσπάθησε να σκεφτεί για ποιο λόγο ένας άνθρωπος θέλει να αφαιρέσει την ζωή του από το σύνολο. Οι δικαιολογίες που βρήκε, πολλές. «Δεν είμαι αρκετά γενναίος για κάτι τέτοιο», σκέφτηκε.
Πριν λίγες ημέρες ένας άλλος προσπάθησε να το κάνει και ίσως ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, έχοντας τριγύρω του ανθρώπους να πασχίζουν ώστε να μην το δοκιμάσει ξανά. Η ψυχή του έκλαψε όταν έμαθε πως κάποιος είναι τόσο γενναίος για να πάψει να ζει. Και όμως κάτι στο μυαλό του δεν πήγαινε καλά.
Σάστισε λίγο. Ας συγκρίνω τον θάνατο με τη ζωή. Μετά τον πρώτο όλα είναι ήσυχα˙ μάλλον πολύ ήσυχα. Η ψυχή περιπλανιέται στο άπειρο ή χάνεται˙ αν υπάρχει ψυχή. Η δεύτερη όμως απαιτεί πολλά περισσότερα. Πείσμα. Δύναμη. Αντοχή. Αγάπη. Μίσος. Κλάμα. Γέλιο. Τόσα πολλά, μέσα σε κάτι τόσο μικρό.
Μάλλον πρέπει να είσαι γενναίος για να ζεις και δειλός για να θες να πεθάνεις, κατέληξε. Τα νιάτα του δεν του επέτρεπαν τέτοιες σκέψεις. Ήξερε όμως πως δεν τον νοιάζουν οι άλλοι, αλλά μόνο ο εαυτός του. Εγωιστής χωρίς αυτοπεποίθηση, γεμάτος πνεύμα και όχι ύλη. Μόνος κατ’ επιλογή, μόνος στην ψυχή.
Το τσιγάρο έσβησε. Οι Scorpionsήταν ακόμη εκεί. Πολλοί κοντά του, κανένας «δίπλα» του. Μόνος στην ψυχή, μόνος κατ’ επιλογή. Μια ψυχή που έκλαιγε, επειδή μπορούσε να κλάψει και χωρίς αιτία. Εξάλλου η ζωή θέλει και κλάμα.
Φίλοι καλοί ελάτε απόψε που είμαι μόνος, όπως παλιά να ειδωθούμε και παρελθόν να γίνει ο πόνος. Ξανά να σμίξουμε και πάλι και τα αστεία μας να πούμε, να κλάψουμε, να θυμηθούμε, ν’ ανοίξουμε κι ένα μπουκάλι με κρασί και να το πιούμε.
Τα χρόνια που περάσαν να σκεφτούμε, τι καταφέραμε ως τώρα, απόψε ας μην συλλογιστούμε. Ας ζήσουμε μονάχα τη στιγμή, καθώς η μουσική της εποχής μας θα καλεί για να συγκινηθούμε.
Στα μέρη που μαζί περπατήσαμε, πιο ώριμοι ας βαδίσουμε τώρα. Κι ας πούμε ότι φτάσαμε στο τέλος εποχής, ενώ θα προσπαθούν απεγνωσμένα οι σταγόνες της βροχής, τα ταλαίπωρα κορμιά μας να υγράνουν.
Υ.Γ. Το παραπάνω θ’ αφιερωθεί στην παλιοπαρέα του ΑΝΤ1 σε 30 χρόνια από σήμερα, για όσα δεν τολμήσαμε ποτέ να εξομολογηθούμε.
Ένα από τα μεγαλύτερα αποφθέγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας ανήκει στον μεγάλο Ζαν Πολ Σαρτρ. Ο Σαρτρ έλεγε πως: «Κόλαση είναι οι άλλοι». Μια φράση που εύκολα πιστεύει κανείς πως την καταλαβαίνει όμως δύσκολα την συνειδητοποιεί.
Οι άλλοι βρίσκονται καθημερινά γύρω μας. Άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε καθημερινά, ανταλλάσουμε απόψεις, συζητάμε, διαφωνούμε, συνεργαζόμαστε, αγαπιόμαστε, κάνουμε έρωτα. Οι άλλοι…
Ο άνθρωπος, αντίθετα με τα υπόλοιπα είδη του πλανήτη, είχε την τάση από την αρχή της ύπαρξής του να αναζητά κάτι παραπάνω από τον ορίζοντα. Ότι έβλεπε, το κατακτούσε. Ότι φανταζόταν… έπρεπε να το δει!
Έτσι, αντί να προσπαθεί μόνος του να φτάσει πέρα από τον ορίζοντα, δημιούργησε κοινωνίες. Ομάδες που σκέπασαν τους φόβους του, ενίσχυσαν την ψυχραιμία του και έκαναν την ζωή του πιο δύσκολη από ότι φανταζόταν. Έκαναν την ζωή του όπως ακριβώς το εξέφρασε ο Σαρτρ με μια λέξη: Κόλαση!
Όσο περίεργο, μελαγχολικό ή τρομακτικό και αν ακούγεται, κόλαση είναι οι γύρω μας. Οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε μας αναγκάζουν, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, σε σκέψεις οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν να μετατρέπονται σε τύψεις για κάτι που δεν κάναμε. Και όλοι μας αποτελούμε την κόλαση για όλους μας!
Και όμως είναι τόσο πολύτιμη η βιώσιμη μοναξιά του ανθρώπου και τόσο ιδανική, που πρέπει κανείς να περιμένει μέχρι το θάνατό του για να την συνειδητοποιήσει.
Αν σκεφτεί κανείς πως οι άλλοι είναι κόλαση, τότε ο παράδεισος είναι ο θάνατος. Όταν η μονάδα αποχωρεί από το σύνολο, γίνεται ανεξάρτητη. Τότε, στις τελευταίες στιγμές της υλικής του ζωής, ο άνθρωπος μπορεί πραγματικά να καταλάβει την γαλήνη της μοναχικότητας.
Τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί πως οι φωνές των γύρω του δεν θα απασχολούν πλέον τα αυτιά του και τη θέση τους θα πάρουν για λίγα δευτερόλεπτα, τιτιβίσματα πουλιών. Αγνές μορφές ζωής, χωρίς φθόνο, πάθος και ζήλεια.
Τύψεις είναι οι ενοχές του ανθρώπου πως έκανε κάτι αντίθετα στην ηθική του υπόσταση, σε αυτό που του επιβάλει ο τρόπος που μεγάλωσε. Ξέφυγε, «έσπασε» τα δεσμά της καθημερινότητάς του και ένιωσε άλλος.
Οι τύψεις μπορούν να σκοτώσουν, μπορούν όμως να οδηγήσουν και σε ατέλειωτες ώρες σκέψης. «Τι έκανα; Γιατί το έκανα;», σκέφτεσαι και από την μια στιγμή στην άλλη εναλλάσσεις την θέση σου από εκείνου του «θύματος», σε εκείνη του «θύτη». Και πάλι πίσω.
Τύψεις είναι η ανάγκη του ανθρώπου να νιώθει πως μια πράξη του είχε επιρροή, θετική ή αρνητική, σε έναν ή περισσότερους συνανθρώπους του. Είναι η επιβεβαίωση πως το άτομο επηρεάζει το σύνολο και το αντίστροφο.
Αλίμονο αν δεν υπήρχαν τύψεις. Γιατί τα μισά ποιήματα του κόσμου δεν θα γράφονταν ή θα καίγονταν πριν καν εκδοθούν.
Αλίμονο σ’ αυτόν που τύψεις δεν ένιωσε ποτέ του. Γιατί δεν ένιωσε ποτέ πως είναι η ευθύνη. Η ζωή.
Υ.Γ. Το παραπάνω πεζό είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Ρ. Έναν άνθρωπο που γνώρισαν στις αρχές του 2005, στη δημοσιογραφική σχολή του ΑΝΤ1 και με τον οποίο αν και ποτέ δεν κάναμε παρέα καθημερινή, πιστεύω πως μοιραζόμαστε πολλά κοινά σε αυτή τη ζωή.
Η επόμενη ανάρτηση δεν θα είναι ποίημα κάποιου... ερασιτέχνη καλλιτέχνη, αλλά οι στίχοι ενός τραγουδιού που συγκλόνισε την ιστορία της μουσικής και άλλαξε για πάντα το ροκ. Όπως εξάλλου έκανε και το συγκρότημα που το δημιούργησε. Σαν σήμερα, πριν από 35 χρόνια, το κομμάτι "Angie" από τους Rolling Stones, ανέβηκε στο Νο 1 των Αμερικάνικων charts.
Angie, angie, when will those clouds all disappear? Angie, angie, where will it lead us from here? With no loving in our souls and no money in our coats You cant say were satisfied But angie, angie, you cant say we never tried Angie, youre beautiful, but aint it time we said good-bye? Angie, I still love you, remember all those nights we cried? All the dreams we held so close seemed to all go up in smoke Let me whisper in your ear: Angie, angie, where will it lead us from here? Oh, angie, dont you weep, all your kisses still taste sweet I hate that sadness in your eyes But angie, angie, aint it time we said good-bye? With no loving in our souls and no money in our coats You cant say were satisfied But angie, I still love you, baby Evrywhere I look I see your eyes There aint a woman that comes close to you Come on baby, dry your eyes But angie, angie, aint it good to be alive? Angie, angie, they cant say we never tried
Το τραγούδι "Angie" πρωτοεμφανίστηκε στον δίσκο του συγκροτήματος "Goats Head Soup" ως κομμάτι νούμερο 5 στον πρώτο δίσκο. Στο τραγούδι συμμετέχει ο Νίκι Χόπκινς, διάσημος Άγγλος πιανίστας. Το "Angie" παρέσυρε μαζί του στην κορυφή των charts και ολόκληρο τον δίσκο, λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του.
Σου ΄ταξα να γράψω ένα ποίημα· μα δεν ξέρω πώς δεν είμαι ποιητής. Εκείνο που σου ΄ταξα μου το ΄δωσες εσύ γι΄ αυτό όταν σωπαίνω να ξέρεις ότι οι λέξεις στήνουν χορό στο στόμα μου και θέλω να τις κρατήσω για μένα από σένα.
Έβλεπα το λευκό του πρόσωπο στο μαύρο φόντο. Ένα δωμάτιο με μαύρους τοίχους και ένα άσπρο τραπέζι. Εκεί ήταν καθισμένοι οι δικαστές και με κοίταζαν.
«Κύριε Α. δικάζεστε για το φόνο που πράξατε πριν 40 μέρες, τι έχετε να πείτε;». Τους κοίταξα με μάτια έτοιμα να βουρκώσουν. «Το ομολογώ», είπα, «εγώ το έκανα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή». Ο άντρας στο κέντρο κοίταξε την γυναίκα δίπλα του.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. «Γιατί το κάνατε»; Μου είπε. «Ήταν δυστυχισμένος. Δεν γνώρισε φίλια, έρωτα, αναγνώριση. Δεν ήξερε τι άλλο έκανε εδώ, με κοίταζε κάθε πρωί με δακρυσμένα μάτια. Δεν άντεχε. Δεν άντεχε την μοναξιά», αποκρίθηκα.
«Σας είπε ποτέ ότι ήθελε να πεθάνει;» με ρώτησε ο άντρας. Έσκυψα το κεφάλι και έγνεψα ένα όχι. «Άρα είσαι ένας ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ», μου φώναξε. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. «Κύριε Αυτόχειρα. Καταδικάζεστε να παραμείνετε μόνος σε αυτό το δωμάτιο μέχρις ότου συνειδητοποιήσετε τι του στερήσατε.»
Έμεινα μόνος ανάμεσα στους μαύρους τοίχους. Πάλι. Πάλι με άφησαν όλοι. Ούτε εδώ δεν μπόρεσα να βρω αυτό που ήθελα.
Αχ και να μπορούσα να τους ειδοποιήσω όλους. Να τους προειδοποιήσω να μην κάνουν το λάθος να αδιαφορούν. Θα υπήρχαν λιγότεροι καταδικασμένοι.